Οι ακίνητες προσθετικές εργασίες μπορούν να αναπληρώσουν τα χαμένα δόντια. Τα στηρίγματα μπορούν να είναι είτε φυσικά δόντια είτε εμφυτεύματα. Το βασικό ωστόσο είναι, ο οδοντίατρος, να τον κατευθύνει σωστά στην απόφαση που θα πάρει.
Οι μέχρι σήμερα μελέτες δείχνουν ότι και στις συμβατικές γέφυρες αλλά και στις γέφυρες επί εμφυτευμάτων υπάρχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που κάνουν δύσκολη την επιλογή. Ήδη τα οδοντικά εμφυτεύματα έχουν μια παρουσία 25 χρόνων και φυσικά το μεγάλο τους πλεονέκτημα είναι ότι οι προσθετικές αποκαταστάσεις με αυτά δεν απαιτούν την φθορά των γειτονικών φυσικών δοντιών.
Το κόστος των εμφυτευμάτων συγκρινόμενο με τις συμβατικές γέφυρες σε φυσικά δόντια αποτελεί αναμφισβήτητα έναν περιοριστικό παράγοντα για την διάδοση της θεραπείας με αυτά. Εκείνο που κοστίζει είναι ο εξοπλισμός αλλά και η εκπαίδευση του γιατρού που πρέπει και αυτά να λάβει υπόψη του ο ασθενής.
Μια έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Clinical Oral Implants Research του Ιουνίου των Bouchard et al. 2009, (Cost-effectiveness of implants and bridges) προσπαθεί να προσεγγίσει το θέμα από την σκοπιά της ωφέλειας έναντι του κόστους για τις περιπτώσεις ασθενών στους οποίους λείπει ένα δόντι.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το τρόχισμα ενός υγιούς δοντιού για την τοποθέτηση μιας γέφυρας το υπονομεύει σε τέτοιο βαθμό που τις περισσότερες φορές, μέσα σε 20 χρόνια, το οδηγεί σε τέτοια προβλήματα που είναι σίγουρο ότι αθροιστικά ανεβάζουν το συνολικό κόστος της θεραπείας σε μεγέθη ανώτερα από αυτά της τοποθέτησης ενός εμφυτεύματος. Ίσως οι νεότερες γενιές, με την κατάλληλη παιδεία –η οποία πρέπει να ξεκινήσει πρώτα μέσα από την οικογένεια– να δουν τη στοματική υγεία ως μια επένδυση για την εξασφάλιση καλύτερης ποιότητας ζωής.